φαιδρολογώ

φαιδρολογώ
Ν
λέω φαιδρότητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαιδρός + -λογώ*. Η λ., στον λόγιο τ. φαιδρολογέω, -, μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • φαιδρολόγημα — το, Ν 1. ευφυολόγημα, αστεϊσμός 2. λόγος χωρίς σοβαρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαιδρολογώ. Η λ., στον πληθ. φαιδρολογήματα, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”